Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάβουρος — ον, Α [σαβούρα] (για πλοίο) αυτός που δεν έχει έρμα … Dictionary of Greek
σάβουρα — σάβουρος without ballast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)